Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ: «Ζούμε τον αιώνα του απατεώνα»



H Eλένη Βιτάλη μιλάει για την κρίση, το λάιφσταϊλ, τα τραγούδια της δεκαετίας του ’80
και τις περιπέτειές της.
Συνέντευξη στη Γιωτα Συκκα.
Μια συζήτηση μαζί της δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε βγάλει. Αλλά γι' αυτό όταν μιλάς με την Ελένη Βιτάλη, ακούς μερικές από τις πιο όμορφες και περίεργες ιστορίες. Με βαριά ωραία φωνή και την ιδιαίτερη βραχνάδα της, εκείνο το απόγευμα, το τελευταίο πριν αρχίσουν οι παραστάσεις στο «Αcro», θυμήθηκε τους πάντες. Τη μάνα της Χαρούλα, τον πατριό, τον πατέρα ....
της Τάκη Λαβίδα - δεξιοτέχνη στο σαντούρι, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Ακη Πάνου... «Ηθελα να κάνω πάλκο, δεν ξέρω αν μου βγήκε όπως το υπολόγισα - 75 τραγούδια πού να τα χωρέσεις! Και στην κορύφωση της βραδιάς το αφιέρωμα στον Τάκη Σούκα με τον ίδιο παρόντα. Αυτοί οι παλιοί δεν βιώνουν τις χαρές που τους πρέπει», λέει με σεβασμό. «Κι εγώ του χρωστάω». Μαζί του, άλλωστε, όπως και με τον Χρήστο Νικολόπουλο, έκανε επιτυχίες που ξεσήκωναν ολόκληρη την Ελλάδα, πριν ξανοιχτεί και στους Σπανουδάκη, Μαυρουδή, Σαββόπουλο, Κραουνάκη, Ανδρέου, Πορτοκάλογλου, Σταυριανό και βέβαια στα δικά της εξομολογητικά τραγούδια. Θέλει να τραγουδήσει λαϊκά. Το ευνοεί άλλωστε η εποχή. Και τι οξύμωρο. Η δεκαετία του '80 που την ανέδειξε, αυτή που κυριαρχεί μουσικά και τώρα στα προγράμματα της νυχτερινής Αθήνας, είναι ο στόχος φέτος πολιτικών και αναλυτών, τα χρόνια του ευδαιμονισμού και της σπατάλης, όπως λένε. «Δεν είναι υπερβολή. Ολα αυτά είναι αλήθεια όπως και η εποχή του Αντρέα, του λαϊκισμού, αυτών που αλώνιζαν, των ιδιωτικών καναλιών που ανέλαβαν στη συνέχεια» συμφωνεί η Ελένη Βιτάλη. Εκείνα τα χρόνια ήταν που πέταξε το σύνθημα «Χορέψτε γιατί χανόμαστε». Μήπως όμως σήμερα χανόμαστε γιατί τότε χορεύαμε; «Βγήκε τελείως αυθόρμητα» θυμάται η ίδια. «Ηταν η εποχή που ο κόσμος έφευγε από το ρουστίκ της μεταπολίτευσης και διψούσε για κάτι άλλο».
- Τι σύνθημα θα τραγουδούσατε σήμερα;
- Εκείνο της Κολούμπια: «Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει…». Ξέρεις, «Ξεκινάμε, πάμε μακριά/ σ' άλλα μέρη, σ' άγνωστα νερά».
- Η μια πλευρά της πολιτικής μάς λέει «σκεφτείτε, συμμαζευτείτε», και η άλλη «αντιδράστε». Ποια επιλέγετε;
- Θα προτιμούσα την εγρήγορση. Οταν πολυπροσέχεις πού πατάς, σκοντάφτεις. Από την άλλη δεν είναι εποχή για αντίδραση χωρίς αντιπρόταση. Βιώνουμε τον αιώνα του απατεώνα και πρέπει να είμαστε μάχιμοι και προσεκτικοί. Αλλωστε, αυτός ο πόλεμος είναι οικονομικός, όλοι το λένε. Οι γονείς μου πέρασαν κατοχή, πείνα, δυσκολίες, αλλά ο δικός μας πόλεμος στην εποχή που τα έχουμε όλα, είναι ύπουλος, χωρίς αίμα, αλλά με βαθιά τραύματα και επίπονο θάνατο.
Στη σκηνή μάς πρωτοσυστήθηκε στις αρχές του '70. Τότε που τραγουδούσε το «Χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου» κι ας είχε πίσω της θητεία δίπλα σε ταλαντούχους μουσικούς, δημοτικούς οργανοπαίχτες και δεξιοτέχνες τσιγγάνους. Σε πανηγύρια, γιορτές και μουσικές περιπλανήσεις. Με τα «παιδιά» της, όπως αποκαλεί με στοργή τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, τη Μελίνα Ασλανίδου, τη Γιώτα Νέγκα, «ζητάω από τον κόσμο να αφεθεί. Δεν μπορείς κάθε μέρα να τα βάζεις με τη μαυρίλα, θες και μια ανάσα».
Η κουβέντα μας έχει πολλές αναδρομές, με αναφορές στον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση, παλιούς ρεμπέτες, τον «σοφό» Πάνου, και πάντα χώρο για τη Γλυκερία: «Αφανής ηρωίδα. Είναι ο μέρμηγκας και εγώ ο τζίτζικας. Είμαστε κουμπάρες, το ξέρεις;». Αλλά και φίλες με καριέρες παράλληλες, έσπασαν τις συμβάσεις στη διασκέδαση πριν από δυόμισι και πλέον δεκαετίες. Απενοχοποίησαν ταξικά το κοινό. Οταν στη «Φαντασία» και τα «Δειλινά» αλώνιζαν οι Ελληνες βιομήχανοι, οι ανερχόμενοι νεόπλουτοι και οι Αραβες που έρχονταν για ξέδομα στα πρώτα τραπέζια, στο Γαλάτσι, τα Πατήσια, την Κολιάτσου και την Αχαρνών γεννιόταν μια άλλη Ελλάδα με σοσιαλιστική βάση και βιασύνη να φανεί. «Δεν υποδύθηκα ποτέ την αστή, ούτε κάτι άλλο απ' αυτό που ήμουν. Δεν πήγα στην παραλία. Φτωχή ήμουν, δεν το κρύβω, η μάνα μου το πρωί καθάριζε σκάλες και το βράδυ τραγουδούσε». Μεγάλη φωνή εκείνη και ο πατέρας, ο Τάκης Λαβίδας, ξακουστός στο σαντούρι: «Από 14 χρόνων θήτευσα στα πανηγύρια. Εμαθα τη ζωή, δεν μου χαρίστηκε, τσαλακώθηκα, έπεσα και ξανασηκώθηκα». Και να την πάλι να μιλάει για τον «ανεπανάληπτο» Στέλιο που πάτησε πόδι να καλυτερεύσουν τα μαγαζιά, αλλά και τον Μπιθικώτση - «απλός και χορτάτος άνθρωπος, μας έκανε να γελάμε στο καμαρίνι για να έχουμε όρεξη και να βγούμε καλά στην πίστα. Θάλασσα και ποτάμι οι δυο τους, καλή τους ώρα». Με την ίδια άνεση μιλάει για την εξάρτηση που είχε, σαν να λυτρώνεται με τις λεπτομέρειες. «Τέσσερα - πέντε υπνοστεντόν την ημέρα για να κοιμηθώ. Αλλος με μισό και δεν ξυπνά. Με παρακαλούσε η μάνα μου να πάμε στην εκκλησία του Χριστού στα Σπάτα, αλλά δεν την άκουγα. Πήγαμε τελικά με τον πατριό μου τον Λυκούργο και οι τρεις. Μπαίνοντας στην εκκλησία, αντί να σταθώ ίσια, κάτι με οδηγούσε δεξιά. Βλέπω τον Χριστό απέναντί μου, έχω την ίδια εικόνα, και με πιάνει ένα κλάμα ατέλειωτο, λυτρωτικό. Οταν πήγα σπίτι, είπα «το χρειάζομαι τώρα το χάπι; Γιατί;». Ηταν η εποχή που δεν την άκουγε ούτε η ψυχή ούτε το σώμα της. Επτά χρόνια κράτησε η πάλη. «Είχα εξαρτηθεί για τη σωτηρία του ύπνου. Ομως εκείνη η ημέρα ήταν διαφορετική. Τελικά, κορίτσι μου, όλα από το μυαλό περνάνε». Δεν αφήνει περιθώρια για αμήχανες σκέψεις: «μη νομίζεις ότι κάνω προσηλυτισμό».
Δεν θυμάται πότε ακριβώς άρχισε η εξάρτηση, αλλά ταυτίζει τη δύσκολη περίοδο με τον δίσκο της.
Αποκάλυψη για τη φυγή...
Ηταν η πρώτη αποκάλυψη για τη φυγή, ενώ το «Εγώ τραγούδαγα τα βράδια στα σκυλάδικα/ σ' ένα χαμόγελο κρυμμένη και πουλούσα/ -μία καρδιά μικρού παιδιού και άδικα /μες τα σκοτάδια λίγο φως αναζητούσα/» για τα νιάτα της, γεμάτα δυνατές εμπειρίες. «Ξέρεις όταν άρχισαν οι καλές κριτικές, ξεκίνησα τα χάπια. Καβάλησα το καλάμι» λέει με ευθύτητα. «Σε μια συναυλία στη Χίο ένιωσα ότι κάτι μου συμβαίνει. Ενας φίλος γιατρός που ήταν μαζί, μόλις είπα ότι παίρνω υπνοστεντόν για να κοιμηθώ, ανησύχησε. «Ξέρεις με τι έμπλεξες, με την ηρωίνη» μου είπε θορυβημένος και μου κόπηκαν τα πόδια. Αλλά δεν τα έκοψα αμέσως, γιατί μου έδιναν θάρρος. Βλέπεις ο διάβολος δεν έρχεται με το πρόσωπό του, αλλά με δανεικό, σαν άγγελος».
Τι έμαθε απ' όλα αυτά που έζησε, τι δίδαξε στο γιο της για όλες αυτές τις περιπέτειες; «Οταν πήγα στην κλινική με σπασμούς να κάνω αποτοξίνωση, άφησα τον γιο μου να με δει έτσι. Ηξερα πως θα σοκαριστεί, αλλά έπρεπε να τον προλάβω να μην μπλέξει. Να μην πάθει ό,τι η Κατερίνα Γώγου. Ενα καιρό που δούλευα με τη Σωτηρία Λεονάρδου τη βλέπαμε τακτικά, έκαναν παρέα. Ενα βράδυ ήρθε η Κατερίνα, τη γύρευε και μου έδωσε να της δώσω ένα σημείωμα: «Σωτηρία είμαι λάσπη… Φεύγω, σ' αγαπώ». Ο Βαγγέλης την πήρε αγκαλιά και την πήγε σπίτι. Την άλλη μέρα μάθαμε ότι πέθανε». Ο γιος της Βιτάλη, ο Νίκος Ξύδης, θυμάται ακόμη εκείνα τα λόγια της: «Ο,τι σου δίνουν, να φεύγεις μακριά». «Τώρα μεγάλωσε, παντρεύτηκε με τη Βαλέρια Κουρούπη, έγινε πατέρας». Πώς νιώθει ως γιαγιά; «Θα ήθελα να είμαι σαν την άλλη γιαγιά, της νύφης μου τη μητέρα, που το κοιμίζει και το ταΐζει όταν λείπουν οι γονείς. Με μένα δεν έχει το ίδιο θάρρος, αλλά με αγαπάει το παιδί. «Η γιαγιά μου είναι η καλύτερη τραγουδίστρια», καμαρώνει στο τηλέφωνο. Συγκινείται αλλά αυτοκυριαρχεί. «Σε κάθε δυσκολία μου, φέρνω στον νου τα λόγια της Γλυκερίας: «Στη ζωή κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις».
Λένε ότι είμαι μύθος... Bλακείες
Αν γύριζε ο χρόνος, θα προτιμούσε να είναι «άνθρωπος της ημέρας. Νοικοκυρά ή γιατρός». Εχει όμως το χάρισμα της φωνής… Τραγουδίστρια με σάρκα, αίσθημα, δύναμη και εύρος, έμαθε πολλά. «Δεν θέλω να με κολακεύουν, ούτε να συμφωνούν με ό,τι λέω. Ο πατέρας μου με συμβούλευε πάντα: μη μασάς. Τα έλεγε και μάγκικα, ήταν ωραίος. Μου έμαθε το τσαγανό, όχι τον τσαμπουκά, να είμαι ατίθαση και δυνατή. Εχω βέβαια και μια συστολή. Λένε κάποιοι ότι είμαι μύθος. Βλακείες. Είναι επειδή δεν βγαίνω στα κανάλια και δεν σκορπίζομαι στα περιοδικά. Βλέπω τα νέα παιδιά στα ριάλιτι. Φωνάρες μερικά, δεν τα κατηγορώ, τα συμπονάω. Μείναμε άναυδες με την Κυριακή Αιλιανού (ραδιοφωνική παραγωγός και συνεργάτης της), όταν ένα βράδυ ακούσαμε κάποιον κριτή να επιπλήττει ένα παιδί: «δεν έχεις πολύ θράσος». Να ποια είναι η επισημοποίηση του κωλοπαιδισμού».
Πότε νιώθει καλύτερα; «Οταν κοινωνώ. Επειδή δεν μπορώ να ξυπνήσω το πρωί, πάω Σάββατο βράδυ και πιάνεται σαν Κυριακή πρωί, να το ξέρεις. Στον Χριστό στα Σπάτα που έχει πάντα Σάββατο βράδυ αγρυπνία. Να το θυμάσαι, όποτε νιώθεις βάρος», λέει στο τέλος της κουβέντας. Υστερα τα βάζει με τον εαυτό της. «Μα πώς ξέχασα εγώ να πάρω μια εικόνα μαζί στο καμαρίνι. Οχι πολλές, γιατί κολάζεις τον άλλον που έρχεται να σε δει. Ολα θέλουν μέτρο».
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου